παραμείβομαι

παραμείβομαι
παραμείβω
change
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραμείβω — ΜΑ (ενεργ. και μέσ.) (για ποταμό) περνώ ή ρέω κοντά σε κάποιον τόπο («παραμειβόμενος δὲ τούτοις καὶ ῥέων ἄνω πρὸς βορέην», Ηρόδ.) αρχ. 1. αλλάζω τη θέση δύο αντικειμένων 2. μεταβάλλω κάτι εντελώς 3. (το μέσ.) παραμείβομαι αφήνω έναν τόπο κατά… …   Dictionary of Greek

  • παραμεύομαι — Α 1. υπερέχω, υπερτερώ ως προς κάτι, παραμείβομαι* («μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους», Πίνδ.) 2. (ως ενεργ. που απαντά μόνο στο απρμφ. αορ.) παραμεῡσαι (κατά τον Ησύχ.) «παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀμεύομαι «υπερβάλλω, νικώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”